- νεκρός
- -ή, -ό, θηλ. και -ά (ΑΜ νεκρός, -ά, -όν)1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.)2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ.β. «οὐ νεκρός, ὥσπερ λίθον ἢ ξύλον, ἀλλὰ ζῶν», Πλωτίν.)3. αυτός που δεν επιφέρει κέρδη, μη παραγωγικός («νεκρός πλούτος»)4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νεκρός, η νεκρή, -άτο σώμα τού πεθαμένου, το πτώμα, το λείψανο5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νεκροίαυτοί που έχουν πεθάνει, που κατοικούν στον κάτω κόσμο, το σύνολο τών πεθαμένων («τῆς ἀναστάσεως τῆς ἐκ νεκρῶν», ΚΔ)6. φρ. «νεκρά θάλασσα» — η θάλασσα που δεν έχει έμβια όντανεοελλ.1. αυτός που δεν χρησιμοποιείται πλέον, που δεν ισχύει, άκυρος (α. «αυτός ο νόμος είναι πια νεκρός» β. «η Λατινική είναι νεκρή γλώσσα»)2. αυτός που δεν έχει σημασία, που στερείται βαθύτερου περιεχομένου, ασήμαντος («νεκρός τύπος»)3. φρ. α) «νεκρά φύση» η ζωγραφική απεικόνιση άψυχων αντικειμένων και νεκρών ζώωνβ) «νεκρό σημείο» i) (οικον.) η κατάσταση τής επιχειρηματικής δραστηριότητας κατά την οποία δεν υπάρχουν κέρδη, αλλά τα έσοδα τής επιχείρησης είναι ίσα με τα έξοδά τηςii) (στις εμβολοφόρες μηχανές) το ακρότατο σημείο τής διαδρομής τού εμβόλου μιας μηχανής στο οποίο μηδενίζεται η γραμμική ταχύτητα τού εμβόλουγ) «νεκρά γωνία»στρ. ζώνη πεδίου, μέσα στην οποία καθίσταται αδύνατη η βολή και η παρατήρηση λόγω παρεμβαλλόμενου τεχνητού ή φυσικού εμποδίου, η απυρόβλητη γωνίαμσν.1. αναίσθητος, λιπόθυμος2. αυτός που έχει στερηθεί την αθανασία, θνητός3. υλικός, φθαρτός4. αυτός που δεν παίρνει απάντηση ή που δεν έχει αποτέλεσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νέκες ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *nek- «θάνατος» και αντιστοιχεί ακριβώς με το λατ. nex, necis «βίαιος θάνατος, δολοφονία» και πιθ. το αβεστ. nas- «δυστυχία, ατύχημα». Ο αρχ. τ. νέκυς ανάγεται σε ΙΕ τ. *neku-s «νεκρός, λείψανο» (το -υ- τής λ. είναι μακρό) και συνδέεται με το αβεστ. nasu-, γεν. nasāvō «λείψανο». Ο τ. νεκ-ρός είναι παράλληλος τ. τού νέκυς, που εμφανίζει επίθημα -ρος, αλλά δεν εμφανίζει αντίστοιχους τ. σε άλλες γλώσσες. Με τους τ. νέκυς, νεκρός συνδέονται ορισμένα ρ. τής ΙΕ (πρβλ. λατ. necō, αρχ. ινδ. naśyati, αβεστ. nasyeiti, τοχαρ. Α naknastar «πεθαίνω») και το νέκταρ*. Η λ. νεκρός μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. nekiride «νέκριδες». Η λ. νεκρός επίσης εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. με τη μορφή νεκρ(ο)- καθώς και η λ. νέκυς με τη μορφή νεκυ(ο).ΠΑΡ. (Τού νεκρός) νεκρικός, νεκρότης (-ητα), νεκρώδης, νεκρώ(-ώνω)αρχ.νεκρία, νεκριμαίος, νεκρώννεοελλ.νέκρα, νεκρίλα. (Τού νέκυς) νέκυιααρχ.νεκυηδόν, νεκυϊκός, νεκυϊσμός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό νεκρ[ο]-) νεκρέγερση, νεκροβόρος, νεκροειδής, νεκροθάφτης, νεκροθήκη, νεκροκαύστης, νεκρολάτρης, νεκρομαντεία, νεκρομάντης, νεκροπάθεια, νεκρόπολη, νεκροπομπός, νεκροσυλία, νεκροτοκώ, νεκροφάγος, νεκροφόρος, νεκροφύλαξ(-κας)αρχ.νεκράγγελος, νεκρακαδήμεια, νεκρεγέρτης, νεκρεπάρτης, νεκρηγός, νεκροάρτης, νεκροβαρής, νεκροβαστάξ, νεκροδέγμων, νεκροδερκής, νεκροδόκος, νεκροδότης, νεκροδοχείον, νεκροδρομία, νεκροκόμος, νεκροκορίνθια, νεκροκόσμος, νεκροπέρνας, νεκροπρεπής, νεκροπώλης, νεκρορύκτης, νεκροστόλος, νεκρόταγος, νεκροτάφος, νεκροφόνος, νεκρόφρων, νεκρόχρως, νεκρόψυχοςαρχ.-μσν.νεκραγωγός, νεκρέγερτος, νεκροποιός, νεκροχειροτόνητοςμσν.νεκραναίσθητος, νεκροβρεφοφάγος, νεκρόδεγμος, νεκροδόχος, νεκρόζωος, νεκρονώμης, νεκροπορθμεύς, νεκροπράτης, νεκροτόκιον, νεκροφώρμσν.- νεοελλ.νεκρανασταίνω, νεκρανάσταση, νεκροκρέβατο(ν)νεοελλ.νεκράνθεμο, νεκροβακίλλωση, νεκροβίωση, νεκρογενής, νεκρογέννητος, νεκρόδειπνο, νεκροζώντανος, νεκροθάλαμος, νεκροθάλασσα, νεκροκέρι, νεκροκεφαλή, νεκρόκοσμος, νεκρολίβανο, νεκρολογία, νεκρολόγιο, νεκρολούλουδο, νεκροπούλι, νεκροσέντονο, νεκροσέντουκο, νεκροσημαίνω, νεκροσκόπος, νεκροσπερμία, νεκροστόλια, νεκροστολίζω, νεκρόσυλος, νεκροτομή, νεκροτόμος, νεκροφανής, νεκροφιλία, νεκρόφιλος, νεκροφιλώ, νεκροφοβία, νεκρόφοβος, νεκροχώρα, νεκροψία. (Β' συνθετικό νεκρός) μυριόνεκροςαρχ.αυτόνεκρος, ομόνεκροςνεοελλ.πολύνεκρος. (Α' συνθετικό νέκυς) αρχ. νεκυαγωγή, νεκυαγωγός, νεκυάμβατος, νεκυδαίμων, νεκυηγός, νεκυηπόλος, νεκυοδαίμων, νεκυομαντείον, νεκυόμαντις, νεκυοστόλος, νεκυοφάγος, νεκυοσσόος, νεκυώριοναρχ.-μσν.νεκυομαντείαμσν.νεκυολόγος, νεκυοπομπός. (Β' συνθετικό νέκυς) αρχ. ισόνεκυς].
Dictionary of Greek. 2013.